- ἀποσκαρίζω
- V 0-1-0-0-0=1 JgsA 4,21to struggle, to be convulsed
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αποσκαρίζω — οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού … Dictionary of Greek
ՏԱՊԱԼԵՄ — (եցի.) NBH 2 0845 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c ն. καταστρέφω subverto, verto ἁποστρέφω averto ἁποκυλίω devolvo καταβάλλω dejicio, destruo κατασκάπτω effodio, diruo եւ այլն. կր. πίπτω cado ἁποσκαρίζω palpito եւ այլն. (լծ. հյ. Թաւալել. ռմկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)